- μονογαμώ
- μονογαμῶ, -έω (ΑΜ) [μονόγαμος]παντρεύομαι μία μόνο φορά ή παντρεύομαι μία μόνο γυναίκα ή έναν μόνο άνδρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονογάμῳ — μονόγαμος one who marries but once masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)